- κόρνερ
- το1. (στο ποδόσφαιρο) α) σφάλμα παίκτη που στέλνει την μπάλα πίσω από τη γραμμή τού τέρματος τής ομάδας τουβ) ποινή τής επαναφοράς τής μπάλας με κλοτσιά από αντίπαλο παίκτη, εξαιτίας τού παραπάνω σφάλματοςγ) η γωνία τού γηπέδου απ' όπου επαναφέρεται η μπάλα από αντίπαλο παίκτη2. (οικον.) α) συμφωνία μεταξύ κερδοσκόπων με σκοπό την απόκτηση όλων τών διαθέσιμων αποθεμάτων κάποιου εμπορεύματος και την πρόκληση κατ' αυτόν τον τρόπο τεχνητής ανόδου τής τιμής, η οποία θα επιτρέψει πώληση τού εμπορεύματος με πραγματοποίηση σημαντικού κέρδουςβ) η κατάσταση ενός συναλλασσομένου στην αγορά κινητών αξιών όταν δεν βρίσκει να αγοράσει τους τίτλους που έχει πωλήσει ανοιχτά και οφείλει να τούς παραδώσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. corner «γωνία» < λατ. cornum «κέρας»].
Dictionary of Greek. 2013.