κόρνερ

κόρνερ
το
1. (στο ποδόσφαιρο) α) σφάλμα παίκτη που στέλνει την μπάλα πίσω από τη γραμμή τού τέρματος τής ομάδας του
β) ποινή τής επαναφοράς τής μπάλας με κλοτσιά από αντίπαλο παίκτη, εξαιτίας τού παραπάνω σφάλματος
γ) η γωνία τού γηπέδου απ' όπου επαναφέρεται η μπάλα από αντίπαλο παίκτη
2. (οικον.) α) συμφωνία μεταξύ κερδοσκόπων με σκοπό την απόκτηση όλων τών διαθέσιμων αποθεμάτων κάποιου εμπορεύματος και την πρόκληση κατ' αυτόν τον τρόπο τεχνητής ανόδου τής τιμής, η οποία θα επιτρέψει πώληση τού εμπορεύματος με πραγματοποίηση σημαντικού κέρδους
β) η κατάσταση ενός συναλλασσομένου στην αγορά κινητών αξιών όταν δεν βρίσκει να αγοράσει τους τίτλους που έχει πωλήσει ανοιχτά και οφείλει να τούς παραδώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. corner «γωνία» < λατ. cornum «κέρας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Γη — I (Newfoundland). Νησί (112.300 τ. χλμ., 175.500 κάτ.) του ανατολικού Καναδά, στον Ατλαντικό ωκεανό, μεταξύ των χερσονήσων του Λαμπραντόρ προς Β Δ και της Νέας Σκοτίας προς Ν Δ. Παρουσιάζει βαθιούς μυχούς, κατά ένα μέρος παγετωνικής προέλευσης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”